ακαταστάλακτος

ακαταστάλακτος
-η, -ο και ακαταστάλαχτος [κατασταλάζω]
1. αυτός που δεν έχει κατασταλάξει, ο θολός
2. όποιος δεν έχει καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις ή συμπεράσματα, ο δισταχτικός
3. ο πνευματικά ή ηθικά ανώριμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”